- τρεχαντηρήσιος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τρεχαντήρι2. το ουδ. ως ουσ. το τρεχαντηρήσιο(ενν. καράβι) το τρεχαντήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεχαντήρι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σπιτ-ήσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.